Wednesday, December 20, 2006

Φιλία ανάμεσα στα δύο φύλα.

Έτυχε και έμεινα έως αργά στο σπίτι του. Όταν το αντιλήφθηκα είχα χάσει ήδη το τελευταίο λεωφορείο και χρήματα για ταξί δεν υπήρχαν. Αποφασίστηκε να περάσω τη νύχτα στο σπίτι του.

Γνωριζόμασταν σχεδόν από το δημοτικό και όπως όλα τα ανάλογα «ζευγαρόφιλα» μας έδενε αδερφική αγάπη.

Μου έστρωσε να κοιμηθώ στο κρεβάτι του και για τον εαυτό του στο σαλόνι.

Καθίσαμε χαζεύοντας τηλεόραση ως αργά, το ένα ποτό διαδεχόταν το άλλο.

Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο.

-Κοιμήσου μαζί μου, του είπα, τι σόι φίλοι είμαστε; Δεν θα σε πειράξω… Δεν δαγκώνω…

Αρνήθηκε, μα στο τέλος ξάπλωσε δίπλα μου.

Σβήσαμε το φως.

Μείνανε ακίνητοι για ώρα. Έμοιαζε να φοβάται να αναπνεύσει…

-Νυστάζεις; Το ρώτησα.

-Όχι, απάντησε με τρεμάμενη φωνή που ίσα ίσα ακουγόταν.

Γύρισε προς το μέρος μου, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά μου ζεσταίνοντάς μου το λαιμό με την ανάσα.

Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε και οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνθηκαν. Ένοιωθα πολύ περίεργα και αμήχανα. Με πρόδωσε το κορμί μου… Με πρόδωσε γιατί πόθησε αυτόν που η λογική μου δεν επέτρεπε… Λαχτάρισα τον καλύτερό μου φίλο… Κατέστρεψα την φιλία μας…

Άρχισα να φαντάζομαι σκηνές… Το μυαλό μου περιπλανιόταν σε κόσμους ακολασίας, ποτισμένους με λαγνεία και πάθος… Φανταζόμουν να κάνουμε έρωτα και τα κορμιά να συσπάζονται από ηδονή κι απόλαυση…

Μ΄ έπιασε τρέμουλο στην προσμονή και ταυτόχρονα κάποιος μέσα μου φώναζε να συγκρατηθώ, ίσος ήταν η παλιά φιλία που ξεψυχούσε…

Δεν ήξερα κι ούτε καταλάβαινα τι σκεφτόταν, τι ένιωθε, τι ζούσε αυτός που ξεχνούσα ότι εκτός από φίλος ήταν και άντρας… Ποτέ ξανά δεν είχα δει στο πρόσωπό τον κάτι άλλο πέρα από φίλο…

Δεν άντεξα…

Γύρισα και τον φίλησα στο μάγουλό. Μου ανταπέδωσε με ένα φιλί στο κρόταφο και συνέχυσε φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο μέχρι που τα χείλη μας συναντήθηκαν…

Ήταν τόσο φυσικό… σαν να συνέβαινε πάντα και ταυτόχρονα ήταν τόσο ξαφνικό…

Ω! Αυτά τα χείλη!… ήταν πλασμένα από λάβα που άρχισε να εξαπλώνεται και να μου καίει όλο μου το κορμί…

Τα χέρια μας ταξίδευαν και εξερευνούσαν μέρη που τόσο λαχταρούσαμε να γνωρίσουμε… να χαϊδέψουμε… να φιλήσουμε… Πάνω από τα ρούχα… Κάτω από αυτά… Μπερδεύονταν σ΄ αυτά… Μας ενοχλούσαν αυτά τα άχρηστα υφάσματα… Τα βγάζαμε… Τα σκίζαμε…

Τα χείλη του μου χάριζαν φιλιά σε όλο μου το σώμα… παντού… όπου μπορούσαν να φτάσουν… Έβλεπα όλο το δωμάτιο να φλέγεται στον ρυθμό που χορεύαμε…

Όλο το σύμπαν συγκεντρώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου όταν εισέβαλε μέσα μου. Τον ένοιωσα τόσο δυνατό… Δεν ήθελα να τον αφήσω… Κάθε φορά που έμπαινε μέσα μου προσπαθούσα να τον κρατήσω… να τον απολαύσω ακόμα περισσότερο… Ερχόταν και έφευγε σαν την παλίρροια…

Έχασα την αίσθηση του χρόνου… Τα πάντα γύρο μου σκοτείνιασαν… Η γη έφυγε κάπου μακριά… Έβλεπα το μαύρο ουρανό γεμάτο αστέρια… ήταν οργασμός;

Όταν συνήλθα, με κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο στήθος του.

Ήμουν εξαντλημένη, ήθελα τόσο πολύ να τον ευχαριστήσω, να του χαρίσω όσα μου έδωσε εμένα που… δεν ξέρω από πού ήρθε η δύναμη… άρχισα να… δεν ξέρω τι έκανα… δεν θυμάμαι τι… όλα ξεκίνησαν σαν να μην είχα τελειώσει… δεν χόρταινα… τον ήθελα ξανά και ξανά…

Βρέθηκα να τον χαϊδεύω με την γλώσσα στο πιο υπερήφανο του σημείο… Είχε την γεύση από τα δικά μου υγρά… είχε τέλειο μέγεθος… σχήμα… υφή… τον λάτρευα! Το ήθελα! Έπαιζα μαζί του τη μια σταματώντας και την άλλη ξεκινώντας ακόμα πιο έντονα… Έκανα κύκλους με την γλώσσα στο κεφαλάκι του… τον έβαζα όλο μέσα στο στόμα μου… τον ρουφούσα λυσσασμένα… τον δάγκωνα… έπαιζα με το δερματάκι του σαν να ήταν χορδή από κιθάρα… και… ένιωσα τα υγρά του να χύνονται και να γεμίζουν το στόμα μου…

Έτρεμε… σταμάτησε να αναπνέει… έμοιαζε σαν να πονούσε… έμπηξε τα νύχια του στους ώμους μου…

Πόνεσα τρομερά… αλλά αυτός ο πόνος… θεέ μου τι πόνος ήταν αυτός!… ο πόνος μ΄ εκτόξευσε ξανά στα ουράνια… έζησα έναν οργασμό που όμοιό του δεν ξαναγνώρισα…

Το πρωινό μας βρήκε σφιχτά αγκαλιασμένους, βυθισμένους στον πιο γλυκό ύπνο.

Έτσι, λοιπόν, πέθανε μια παιδική φιλία…

Tuesday, December 19, 2006

Καταδίκη

Όλα είχαν γραφτεί πριν γίνουν...

Όλα ήταν γραμμένα πριν γραφτούν...

Γιατί ζήτησα ζωή γεμάτη απόγνωση και πόνο;

Γιατί πρέπει να βιώνω την χαρά μέσα από την θλίψη;

Να την ατενίζω μέσα πάτο του βούρκου που λέγεται ζωή;

Γιατί τα πόθησα αυτά;

Γιατί να καταδίκασα τον εαυτό μου με δυστυχία;

Καθρέφτης

Ατένισα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη.

Το πρόσωπο που τόσο αγαπούσα…

Το πρόσωπο που τόσο πολύ μισώ…

Ήταν όμοιο με τα χιλιάδες πρόσωπα που έβλεπα κάθε μέρα στο καθρέφτη

Είχε ρωγμές θλίψης, πόνου, απόγνωσης, οργής…

Ήταν πιο σκοτεινό κι από το ίδιο τον ήλιο

«Γιατί τόση οργή;» ρώτησα το είδωλό μου

«Γιατί τόση θλίψη;

Γιατί δεν είμαι αυτό που ήθελα να γίνω;

Γιατί ποθώ την τελειότητα όταν δεν μπορώ να την ενσαρκώσω;»

Έπαψα να κοιτάζω τον καθρέφτη…

…δεν τον ξανακοίταξα ποτέ…

…γιατί αυτός μου μαρτυρούσε καθημερινά την ύπαρξή μου…

Ήταν ο μόνος που γνώριζε την παρουσία μου σ’ αυτόν τον κόσμο…

…ο μόνος που μου το θύμιζε ξανά και ξανά…

Δεν τον αντίκρισα ποτέ…

…αλλά αυτό δεν έφερε το θάνατο στην αγκαλιά μου…

Παράνοια

Άγγιξα με τα χείλη μου το νεκρό παγωμένο μου χέρι…

Η υφή δεν είχε αλλάξει μα έμοιαζε φτιαγμένο από χιόνι, το λευκό μου άψυχο δέρμα…

Ένοιωθα πως αγγίζω τον εαυτό μου μα δεν αισθανόμουν την ζεστασιά των χειλιών μου…

Δάγκωσα το ένα μου δάχτυλο μα ο πόνος…

… ο τόσο ποθητός πόνος δεν ήρθε ποτέ

… στάλα αίμα δεν κύλησε

Άγγιξα, τότε, το χέρι μου στο πρόσωπό του...

«Καταλαβαίνεις ότι σ’ ακουμπάει ένα τμήμα του πτώματός μου;» του ψιθύρισα…

Ζήλια

Μας επισκέπτεται συνοδεία με την μοναξιά και το αντικείμενο του πόθου μας μεταμορφώνεται στον ίδιο τον πόθο...

Ζήλια – μητέρα του μίσους και φθόνου...

Γεννιέται στο αντίκρισμα των συνόρων του βασίλειού μας

Με τον ερχομό της, φέρνει την δίψα για επέκταση της ιδιοκτησίας και κατάκτηση όσων δεν κλείνουν, ακόμα, στα χέρια μας

Ξεκλειδώνει τα μεγάλα, σκοτεινά για να φυλακίσει μέσα τους ότι πολύτιμο έχει αποχτηθεί

Υψώνει τείχους αδιαπέραστους, προφυλάσσοντας το βασίλειο από τα μάτια ξένα, πεινασμένα, σφραγίζοντας όλες τις εισόδους...

...αλλά και τις εξόδους...

...φυλακίζοντας μας μέσα στην ίδια μας την ζήλια....

Νάμα

Ήταν η πρώτη χρονιά στο κολέγιο όταν την είδα .

Ήταν τόσο όμορφη με τα μακρυά, μαύρα της μαλλιά. Φορούσε σκούρο, κοντό φορεματάκι με μαύρα μποτάκια. Ο τρόπος που κρατούσε τα βιβλία ήταν τόσο… δεν μπορούσα ούτε καν να τον περιγράψω. Ένιωσα σαν να είχαν σβήσει όλα τα φώτα και ο διάδρομος φωτιζόταν μόνο από το φως που εξέπεμπε το κορμί της. Δεν πρόσεξα με ποιόν μιλούσε, δεν μπορούσα να προσέξω γιατί υπήρχε μόνο αυτή… Αυτή που με την παρουσία της γέμιζε το σύμπαν όλο…

Δεν καταλάβαινα γιατί θέλησα να την γνωρίσω αλλά κι ούτε με απασχόλησε ποτέ.

Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρώτη μας συνάντηση. Η δεύτερη έγινε όταν στο μεσημεριανό διάλειμμα, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, υπήρχαν τόσα αλλά τραπέζια αλλά ήρθε στο δικό μας. Γιατί; Γιατί στο δικό μας; Η θερμοκρασία του σώματος μου αυξήθηκε, η καρδιά μου έδινε ρεσιτάλ στο ντραμς και όλο μου το σώμα… Θεέ μου τι ένοιωσα!

Την έλεγαν Νάμα, δεν θα την άφηνα να φύγει, έτσι απ’ αυτήν την ημέρα άνηκε στην παρέα μου και στην τάξη μου.

Όπως έμαθα αργότερα ήταν ορφανή, κόρη του δρόμου. Πρόσφατα είχαν βρει κάποιους μακρινούς συγγενείς που αναλαμβάνοντας την κηδεμονία της την ξεφορτώθηκαν στέλνοντάς την εσώκλειστη στο κολέγιο όπου φοιτούσα. Δεν ήθελαν και πολλές σχέσεις μαζί της.

Ήταν η μόνη από την παρέα που είχε από πριν σεξουαλικές σχέσεις και πολλά βράδια, αν όχι όλα, μαζευόμασταν γύρο της, γεμάτες περιέργεια και έξαψη ακούγοντας τα διηγήματά της. Μέσα σε όλες μας φώλιαζε λίγη ζήλια γιατί όχι απλά δεν τα είχαμε βιώσει αλλά ούτε καν τα είχαμε φανταστεί... Εμείς δεν γνωρίζαμε ούτε και για τον κόσμο των ναρκωτικών στον οποίο η Νάμα κινούνταν σαν ψάρι στο νερό. Μας διέγειρε συνέχεια την περιέργεια μαγικό παραμύθι των ψευδαισθήσεων ώσπου ένα βράδυ μας έδωσε να καπνίσουμε ένα από τα τσιγάρα που κάνουν το μυαλό σου να ξεφεύγει από τα όρια του λογικού.

Είχα ζαλιστεί, στο μυαλό μου ένοιωθα ότι διαβάζω τις σκέψεις των άλλων και όλες ήταν αρνητικές. Μου φαινόταν ότι όλοι ‘θελαν το κακό μου και συνωμοτούσαν εναντίων μου... Όλα γύρο μου γύριζαν και κατέληξα να κοιμηθώ αγκαλιά με την λεκάνη της τουαλέτας.

Εκείνο το βράδυ τράβηξα, επιτέλους, την προσοχή της αν και δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελα να με προσέξει...

Όλη την επόμενη μέρα δεν μ’ άφηνε μόνη ούτε για λεπτό, σαν να φοβόταν κάτι, αλλά δεν μ’ ένοιαζε, σημασία είχε ότι ήταν δίπλα μου, κοντά μου.

Μιλούσαμε για ώρες, στα μαθήματα, στα διαλύματα, παντού... Βρίσκαμε όλο και περισσότερα κοινά μεταξύ μας κι αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι κοντά της... Κάτι με τραβούσε σ’ αυτήν σαν μαγνήτης, κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες γίναμε αχώριστες, μας αποκαλούσαν σιαμαίες γιατί ήμασταν πάντα και παντού μαζί. Μάλιστα είχαμε ζητήσει από τις συγκατοίκους μας να μας αφήσουν μα μείνουμε μαζί. Για μας, πλέον, έπαψαν να υπάρχουν όλοι εκτώ από μας τις δύο...

Μας μπέρδευαν συνέχεια γιατί εκτός από το ότι μοιάζαμε εξωτερικά, φορούσαμε τα ίδια ρούχα και είχαμε αφομοιώσει κινήσεις και λεκτικές εκφράσεις η μία της άλλης. Εκείνη είχε πάψει να φέρεται σαν αγοροκόριτσο του δρόμου κι εγώ δεν ήμουν πλέον το υπεροπτικό, εγωκεντρικό πλουσιοκόριτσο.

......................................................................

Ένα βράδυ που είχαμε για παρέα τις λευκές ράγες πάνω σ’ έναν καθρέφτη και μου περιέγραφε σκηνή συνουσίας, μία από τις τόσες που είχε ζήσει, είχα ανάψει τόσο πολύ που με αντιλήφτηκε. Βλέποντάς με σε τέτοια διέγερση με πλησίασε, με χάιδεψε στο μάγουλο και κατεβαίνοντας από τον λαιμό στο στήθος μου, μου ψιθύρισε ότι έτσι αγγίζει το ανδρικό χέρι.

Με σοκάρισε! Ήθελα να της πω να απομακρυνθεί αλλά μου άρεζε τόσο που δεν μπορούσα να προβάλλω αντίσταση.

Έκλεισα τα μάτια για να αυξήσω την απόλαυση. Άκουσα την φωνή της να μου λέει να χαλαρώσω και να ακουμπήσω την πλάτη μου στο κρεβάτι. Μου υποσχέθηκε ότι αυτό που θα νιώσω δεν θα μπορούσα να το φανταστώ ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.

Με φίλησε στο μάγουλο, στο στόμα, ακούμπησε τα χείλη μου με την γλώσσα της πιέζοντάς να ανοίξουν. Οι γλώσσες μας άρχισαν να χαϊδεύονται ενώ τα χέρια μας ταξίδευαν τις άγνωστες ηπείρους των κορμιών μας.

Η ανάσα της επιταχυνόταν, γινόταν όλο και πιο βαριά. Μου έβγαλε την μπλούζα και με τα πυρακτωμένα της χείλη συνέχυσε το ταξίδι της διασχίζοντας τον λαιμό μου και φτάνοντας στο στήθος μου. Με τυραννούσε φιλώντας με γύρο από το στήθος μου μην αγγίζοντας τις ρόγες μου που έγιναν σαν πέτρα και πονούσαν από την προσμονή. Έκανε αργούς κύκλους με την γλώσσα της κατευθυνόμενη προς το κέντρο και ναι, επιτέλους πήρε την μία ρόγα μου στο στόμα της, άρχισε να την γλύφει και να την πιπιλίζει αλλά όταν με δάγκωσε... Όταν με δάγκωσε νόμιζα ότι θα εκραγώ, ένιωσα να μ’ εγκαταλείπω αυτόν τον άχρηστο κόσμο και να πηγαίνω... Να πηγαίνω; Όχι, να πετάω δίχως να γνωρίζω τον προορισμό...

Έσφιξα τα δύο της στήθη με τόση δύναμη που φώναξε, από πόνο;.. από ηδονή;.. με τα χέρια μου ήθελα να γνωρίσω το κάθε σημείο του ναού όπου κατοικούσε η ψυχή της. Το δέρμα της χάιδευε τα ακροδάχτυλά μου, δεν ξέρω τι απολάμβανε κα πιο, τα χέρια μου αυτήν;.. ή αυτή τα χέρια μου;..

Με άγγιζε σαν να φοβόταν ότι θα γίνω αέρας και θα φύγω από το ερωτικό της αγκάλιασμα, ή έτσι ένιωθα εγώ;

Τα χέρια μας προχωρούσαν όλο και πιο χαμηλά και τα κορμιά μας τεντώνονταν προς αυτά.

Ξαφνικά σταμάτησε μα με φιλάει και να με χαϊδεύει, σήκωσε το ξαναμμένο της πρόσωπο με τις τούφες μαλλιών που είχαν κολλήσει από το ιδρώτα και έβγαλε με βία όσα ρούχα απέμειναν πάνω μου. Χίμηξε ανάμεσα στα πόδια μου με ζωώδη λύσσα και άρχισε να φιλάει, να γλύφει, να ρουφάει και να δαγκώνει το άνθος μου απ’ όπου έτρεχε σαν χείμαρρος το νέκταρ μου.

Έμπηξα τα νύχια μου βαθιά στην σάρκα της. Ένιωθα να χάνονται τα πάντα γύρο μου... δεν ξέρω πόση ώρα τελείωνα αλλά τελείωνα και τελείωνα δίχως σταματημό... Ούρλιαζα δίχως να το καταλαβαίνω.... Πέθαινα και ξαναγεννιόμουν... Όλο μου το κορμί συσπάζοταν σαν να το διαπερνούσαν κύματα ηλεκτρικού ρεύματος...

Όταν η Νάμα ήπιε και τις τελευταίες μου δροσοσταλίδες, ήρθε και ξάπλώσε δίπλα μου παίρνοντάς με αγκαλιά και γεμίζοντας το πρόσωπό φιλιά με τα υγρά της χείλη που ακόμα κρατούσαν την ευωδιά του οργασμού μου.

Αυτό το πρωινό, όπως και όλα τα επόμενα, μας βρήκε αγκαλιά βυθισμένες τον πιο γλυκό ύπνο.

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, τότε, ότι αυτές οι νύχτες που έζησα με την λατρεμένη μου Νάμα, θα μ΄ επισκέπτονταν κάθε βράδυ στα όνειρά μου σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, και ότι κάθε πρωί θα ξυπνούσα με δάκρυα...

Την είχα ερωτευτεί σαν τρελή! Είχα ερωτευτεί μία γυναίκα! Ναι, πραγματικά ήμουν και ίσος ακόμα, μετά από τόσα χρόνια είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί της...

Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση και την μυρωδιά του βελούδινου της δέρματος, την μεταξένια της ανάσα και τα χείλη πλασμένα από λάβα...

Ίσος, αν δεχόταν να περνούσα όλη την ζωή μου μαζί της... Ίσος η φαντασία μου να μεγαλοποιεί τα πράγματα και η Νάμα να ήταν μία απλή εμπειρία στην ζωή μου αλλά όσους χιλιάδες εραστές και ερωμένες κι αν άλλαξα, ποτέ δεν έζησα κάτι που να μοιάζει απόμακρα σ’ αυτό που ζούσα με την θεϊκή μου Νάμα...

Το μεγαλύτερο χτύπημα το δέχτηκα όταν η Νάμα έφυγε από την ζωή με μεταφορικό μέσον την ηρωίνη... Ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη... Με γονάτισε... Με σκότωσε με τον θάνατό της!

Θέλησα και προσπάθησα να την ακολουθήσω πολλές φορές αλλά δεν στάθηκα τόσο γενναία. Βλέπετε η αυτοκτονία είναι η πιο γενναία πράξη για έναν δειλό και η πιο δειλή πράξη για κάποιον γενναίο...

Ο χρόνος απάλυνε τον πόνο μου αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να συμφιλιωθώ με την φυγή της. Για ‘μενα δεν ήταν απλά ερωμένη και φίλη αλλά ήταν τα πάντα... Ήταν όλος ο κόσμος και θα την αγαπώ όσο υπαρχω....

ΚΕΝΟ

Κενό.

Πώς μπορείς να γράψεις για το κενό; Πώς μπορείς να περιγράψεις το κενό;

Βρήκα το τηλέφωνό της στο διαδίκτυο. Της έστειλα μήνυμα και συναντηθήκαμε για καφέ την επόμενη μέρα.

Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα με κάποια άγνωστη. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Προσπαθούσα στην φαντασία μου να δημιουργήσω την μορφή της και ταυτόχρονα φοβόμουν μην την φανταστώ πιο όμορφη απ’ ότι στην πραγματικότητα. Έχω αδυναμία στις ψηλές με μακρυά, σγουρά μαλλιά και μισώ το περίσσιο βάρος. Ήξερα ότι δεν ταίριαζε απόλυτα σ’ αυτήν την περιγραφή.

Επικεντρώθηκα αποκλειστικά στην εξωτερική εμφάνιση ξεχνώντας τον εσωτερικό κόσμο που κουβαλάει ο κάθε άνθρωπος. Δεν έδωσα σημασία στα μηνύματά της που ήταν σύντομα και λυτά.

Από νωρίς το απόγευμα μούλιαζα για ώρες στην μπανιέρα, έκανα αποτρίχωση, πεντικιούρ, μανικιούρ, μάσκα μαλλιών και προσώπου. Άδειαζα και ξαναγέμιζα την ντουλάπα μου μην μπορώντας να διαλέξω τι να φορέσω. Το μακιγιάζ, κι εκείνο, μου πήρε την διπλάσια ώρα απ’ ότι συνήθως. Το άγχος χτυπούσε κόκκινο. Γελούσα με τον εαυτό μου γιατί έμοιαζα με δεκαπεντάχρονο που έβγαινε το πρώτο του ραντεβού.

Επιτέλους έφτασα στο σημείο της συνάντησης, αργοπορημένη, όπως πάντα.

Ήταν πιο κοντή από ‘μένα, με καμπύλες και κοντό σγουρό μαλλί. Το πρόσωπό της ήταν πολύ ευχάριστο, εξέπεμπε μία καλοσύνη, θλίψη και τίποτα άλλο. Η εμφάνισή της δεν μου φάνηκε αποκρουστική αλλά ούτε και με ξετρέλανε.

Είχε προλάβει να ποιεί ένα ποτό και να καπνίσει μισό πακέτο τσιγάρα. Θα αγχώθηκε κι εκείνη, σκέφτηκα.

Παρήγγειλα κι εγώ ένα ποτό, μιλήσαμε λίγο, είπαμε τα κλασικά που λένε οι άνθρωποι στην πρώτη τους συνάντηση και πήγαμε να φάμε. Κατά τη διάρκεια του δείπνου και μετά δεν μιλούσαμε καθόλου.

Το βράδυ δούλευα, με πήγε στην δουλειά μου και κάθισε να ποιεί ποτό στο internet καφέ όπου εργαζόμουν. Το ένα ποτό ακολούθησε το άλλο και η κατάληξη ήταν να καθίσει μαζί μου μέχρι το ξημέρωμα. Το πιο αξιοθαύμαστο είναι ότι δεν μπορώ να αναπλάσω στο μυαλό μου ούτε ένα μέρος της νυχτερινής μας συζήτησης όχι γιατί ήταν πολλά αυτά που λέγαμε αλλά γιατί δεν είπαμε τίποτα που να μου φάνηκε ενδιαφέρον.

Δύο ερωτευμένοι άνθρωποι δεν χρειάζονται την βοήθεια του λόγου για να επικοινωνούν. Κοιτάζονται στα μάτια και γνωρίζουν τα πάντα ο ένας για τον άλλον… Ενώνουν τα χέρια και κατακτούν το σύμπαν… Ο κόσμος όλος συγκλίνει γύρο τους κι ο χρόνος παύει να υπάρχει…

Αυτά, όμως, δεν συνέβαιναν μεταξύ μας. Δεν την ερωτεύτηκα κι ούτε με ερωτεύτηκε… Δεν μιλούσαμε γιατί δεν είχαμε τίποτα να πούμε, όλα τα είχαμε πει μέσα στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας μας… Μέσα στα πρώτα λεπτά!! Σκέφτηκα πως έφταιγε η κούραση.

Την επόμενη μέρα πήγα στο σπίτι της, δεν ήθελα να απορρίψω έναν άνθρωπο μόνο από την πρώτη εντύπωση.

Ζούσε σε ένα μικρό, ζεστό αλλά άδειο διαμέρισμα. Ναι υπήρχαν έπιπλα αλλά όταν έμπαινες μέσα έβλεπες ένα άδειο διαμέρισμα. Είχε και ένα δύο διακοσμητικά που δεν χαλούσαν την αίσθηση του κενού.

Ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ και είχε ανοιχτή την τηλεόραση με χαμηλωμένο τον ήχο.

Κάθισα μαζί της γύρο στις δύο ώρες που κατά την διάρκειά τους πάλι δεν μιλήσαμε καθόλου…

Πώς ζει αυτός ο άνθρωπος;

Ζει;

Κάθε μέρα πηγαίνει στην δουλειά της, σχολάει, γυρνάει σπίτι. Δεν βλέπει τηλεόραση, δεν έχει χόμπι, δεν ακούει μουσική, δεν διαβάζει λογοτεχνία, δεν μαγειρεύει… Της αρέσει να βγαίνει έξω. Γιατί; Τι της αρέσει σ’ αυτό; Οι συζητήσεις; Το ποτό; Η μουσική; Τι;

Όταν σχολάει τι κάνει; Τίποτα!

Με τι ασχολείται; Με τίποτα!

Τι την απασχολεί; Τίποτα!

Ένα μεγάλο και απόλυτο κενό…

Αλλουνού ιδέα και πρωτοβουλία ήταν να φτιάξει το προφίλ της στο διαδίκτυο, η ίδια είναι έξω απ’ αυτόν τον κόσμο… Και κάποιος σκέφτηκε να της γεμίσει αυτό το κενό…

Όχι, μην τολμήσει κανένας να κατηγορήσει την μοναξιά! Η μοναξιά σε άλλους δίνεται, σε άλλους χαρίζεται και σε κάποιους επιβάλλεται… Αλλά μερικοί παλεύουν για να την αποχτήσουν, όσο κι αν αυτό φαντάζει απίθανο. Δεν έχει σημασία υπό ποιες συνθήκες αποχτούμε την μοναξιά σαν το μόνο μας σύντροφο αλλά πως θα την γεμίσουμε και πως θα την αξιοποιήσουμε.

Ομολογώ ότι αυτή άδεια ζωή της με γοήτευσε. Ένοιωσα σαν εξερευνητής σε έναν άλλον κόσμο, σε μία άγνωστη ως τώρα διάσταση… Θέλησα να μάθω περισσότερα… Έπρεπε να μάθω περισσότερα! Αυτή η δίψα που έχω για μάθηση δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Έπρεπε να κατανοήσω αυτόν τον τρόπο ζωής!

Η ευκαιρία μου δόθηκε αμέσως, μου πρότεινε να πάμε εκδρομή. Πήγα…

Μπήκα σ’ έναν κύκλο ανθρώπων που το χρήμα γι’ αυτούς δεν είχε καμία σημασία, είχαν τόσο πολύ που δεν χρειαζόταν να μετράνε την κάθε δεκάρα όπως εμείς οι θνητοί άνθρωποι… Τα ενδιαφέροντά τους περιορίζονταν στο να φάνε χλιδάτα, να ξοδέψουν τις νύχτες τους σε ξέφρενους χορούς και παράνομα χάδια, και το σεξ. Το σεξ ήταν το νούμερο ένα στην ζωή τους! Στο μυαλό τους υπήρχε μόνο το σεξ! Ποιόν θα πάρουν και ποιος θα τους πάρει… Πώς θα ξεφύγουν από τον σύντροφό τους ώστε να γευτούν ένα νέο κρεβάτι και πώς θα ελέγξουν τον σύντροφό τους ώστε να μην κάνει το ίδιο.

Μόνο καλοπέραση!

Μόνο να καλύψουν τις σαρκικές ανάγκες τους…

Όσο καιρό κι αν έμεινα στην δική τους ζωή δεν μπόρεσα να ακολουθήσω τους ρυθμούς τους. Η κάθε έξοδος μαζί τους ήταν και μία τιμωρία για την αχόρταγη περιέργειά μου. Παρακαλούσα να μ’ αφήσουν να φύγω, αλλά όταν εξαρτάσαι από άλλους οικονομικά δεν σου δίνονται και πολλές επιλογές… Η κορύφωση της ταπείνωσης μου ήταν όταν άκουσα την φράση: «παλιά πληρώναμε το μουνί και τώρα πληρώνουμε την αναμονή»

Δεν είπα ποτέ ότι όλος κόσμος είναι έτσι όπως τον περιέγραψα αλλά το μεγαλύτερο μέρος είναι ακριβός έτσι.

Δεν ανήκω εκεί…