Wednesday, December 20, 2006

Φιλία ανάμεσα στα δύο φύλα.

Έτυχε και έμεινα έως αργά στο σπίτι του. Όταν το αντιλήφθηκα είχα χάσει ήδη το τελευταίο λεωφορείο και χρήματα για ταξί δεν υπήρχαν. Αποφασίστηκε να περάσω τη νύχτα στο σπίτι του.

Γνωριζόμασταν σχεδόν από το δημοτικό και όπως όλα τα ανάλογα «ζευγαρόφιλα» μας έδενε αδερφική αγάπη.

Μου έστρωσε να κοιμηθώ στο κρεβάτι του και για τον εαυτό του στο σαλόνι.

Καθίσαμε χαζεύοντας τηλεόραση ως αργά, το ένα ποτό διαδεχόταν το άλλο.

Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να πέσουμε για ύπνο.

-Κοιμήσου μαζί μου, του είπα, τι σόι φίλοι είμαστε; Δεν θα σε πειράξω… Δεν δαγκώνω…

Αρνήθηκε, μα στο τέλος ξάπλωσε δίπλα μου.

Σβήσαμε το φως.

Μείνανε ακίνητοι για ώρα. Έμοιαζε να φοβάται να αναπνεύσει…

-Νυστάζεις; Το ρώτησα.

-Όχι, απάντησε με τρεμάμενη φωνή που ίσα ίσα ακουγόταν.

Γύρισε προς το μέρος μου, έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά μου ζεσταίνοντάς μου το λαιμό με την ανάσα.

Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε και οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνθηκαν. Ένοιωθα πολύ περίεργα και αμήχανα. Με πρόδωσε το κορμί μου… Με πρόδωσε γιατί πόθησε αυτόν που η λογική μου δεν επέτρεπε… Λαχτάρισα τον καλύτερό μου φίλο… Κατέστρεψα την φιλία μας…

Άρχισα να φαντάζομαι σκηνές… Το μυαλό μου περιπλανιόταν σε κόσμους ακολασίας, ποτισμένους με λαγνεία και πάθος… Φανταζόμουν να κάνουμε έρωτα και τα κορμιά να συσπάζονται από ηδονή κι απόλαυση…

Μ΄ έπιασε τρέμουλο στην προσμονή και ταυτόχρονα κάποιος μέσα μου φώναζε να συγκρατηθώ, ίσος ήταν η παλιά φιλία που ξεψυχούσε…

Δεν ήξερα κι ούτε καταλάβαινα τι σκεφτόταν, τι ένιωθε, τι ζούσε αυτός που ξεχνούσα ότι εκτός από φίλος ήταν και άντρας… Ποτέ ξανά δεν είχα δει στο πρόσωπό τον κάτι άλλο πέρα από φίλο…

Δεν άντεξα…

Γύρισα και τον φίλησα στο μάγουλό. Μου ανταπέδωσε με ένα φιλί στο κρόταφο και συνέχυσε φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο μέχρι που τα χείλη μας συναντήθηκαν…

Ήταν τόσο φυσικό… σαν να συνέβαινε πάντα και ταυτόχρονα ήταν τόσο ξαφνικό…

Ω! Αυτά τα χείλη!… ήταν πλασμένα από λάβα που άρχισε να εξαπλώνεται και να μου καίει όλο μου το κορμί…

Τα χέρια μας ταξίδευαν και εξερευνούσαν μέρη που τόσο λαχταρούσαμε να γνωρίσουμε… να χαϊδέψουμε… να φιλήσουμε… Πάνω από τα ρούχα… Κάτω από αυτά… Μπερδεύονταν σ΄ αυτά… Μας ενοχλούσαν αυτά τα άχρηστα υφάσματα… Τα βγάζαμε… Τα σκίζαμε…

Τα χείλη του μου χάριζαν φιλιά σε όλο μου το σώμα… παντού… όπου μπορούσαν να φτάσουν… Έβλεπα όλο το δωμάτιο να φλέγεται στον ρυθμό που χορεύαμε…

Όλο το σύμπαν συγκεντρώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου όταν εισέβαλε μέσα μου. Τον ένοιωσα τόσο δυνατό… Δεν ήθελα να τον αφήσω… Κάθε φορά που έμπαινε μέσα μου προσπαθούσα να τον κρατήσω… να τον απολαύσω ακόμα περισσότερο… Ερχόταν και έφευγε σαν την παλίρροια…

Έχασα την αίσθηση του χρόνου… Τα πάντα γύρο μου σκοτείνιασαν… Η γη έφυγε κάπου μακριά… Έβλεπα το μαύρο ουρανό γεμάτο αστέρια… ήταν οργασμός;

Όταν συνήλθα, με κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά του με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο στήθος του.

Ήμουν εξαντλημένη, ήθελα τόσο πολύ να τον ευχαριστήσω, να του χαρίσω όσα μου έδωσε εμένα που… δεν ξέρω από πού ήρθε η δύναμη… άρχισα να… δεν ξέρω τι έκανα… δεν θυμάμαι τι… όλα ξεκίνησαν σαν να μην είχα τελειώσει… δεν χόρταινα… τον ήθελα ξανά και ξανά…

Βρέθηκα να τον χαϊδεύω με την γλώσσα στο πιο υπερήφανο του σημείο… Είχε την γεύση από τα δικά μου υγρά… είχε τέλειο μέγεθος… σχήμα… υφή… τον λάτρευα! Το ήθελα! Έπαιζα μαζί του τη μια σταματώντας και την άλλη ξεκινώντας ακόμα πιο έντονα… Έκανα κύκλους με την γλώσσα στο κεφαλάκι του… τον έβαζα όλο μέσα στο στόμα μου… τον ρουφούσα λυσσασμένα… τον δάγκωνα… έπαιζα με το δερματάκι του σαν να ήταν χορδή από κιθάρα… και… ένιωσα τα υγρά του να χύνονται και να γεμίζουν το στόμα μου…

Έτρεμε… σταμάτησε να αναπνέει… έμοιαζε σαν να πονούσε… έμπηξε τα νύχια του στους ώμους μου…

Πόνεσα τρομερά… αλλά αυτός ο πόνος… θεέ μου τι πόνος ήταν αυτός!… ο πόνος μ΄ εκτόξευσε ξανά στα ουράνια… έζησα έναν οργασμό που όμοιό του δεν ξαναγνώρισα…

Το πρωινό μας βρήκε σφιχτά αγκαλιασμένους, βυθισμένους στον πιο γλυκό ύπνο.

Έτσι, λοιπόν, πέθανε μια παιδική φιλία…