Tuesday, December 19, 2006

Νάμα

Ήταν η πρώτη χρονιά στο κολέγιο όταν την είδα .

Ήταν τόσο όμορφη με τα μακρυά, μαύρα της μαλλιά. Φορούσε σκούρο, κοντό φορεματάκι με μαύρα μποτάκια. Ο τρόπος που κρατούσε τα βιβλία ήταν τόσο… δεν μπορούσα ούτε καν να τον περιγράψω. Ένιωσα σαν να είχαν σβήσει όλα τα φώτα και ο διάδρομος φωτιζόταν μόνο από το φως που εξέπεμπε το κορμί της. Δεν πρόσεξα με ποιόν μιλούσε, δεν μπορούσα να προσέξω γιατί υπήρχε μόνο αυτή… Αυτή που με την παρουσία της γέμιζε το σύμπαν όλο…

Δεν καταλάβαινα γιατί θέλησα να την γνωρίσω αλλά κι ούτε με απασχόλησε ποτέ.

Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρώτη μας συνάντηση. Η δεύτερη έγινε όταν στο μεσημεριανό διάλειμμα, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μας, υπήρχαν τόσα αλλά τραπέζια αλλά ήρθε στο δικό μας. Γιατί; Γιατί στο δικό μας; Η θερμοκρασία του σώματος μου αυξήθηκε, η καρδιά μου έδινε ρεσιτάλ στο ντραμς και όλο μου το σώμα… Θεέ μου τι ένοιωσα!

Την έλεγαν Νάμα, δεν θα την άφηνα να φύγει, έτσι απ’ αυτήν την ημέρα άνηκε στην παρέα μου και στην τάξη μου.

Όπως έμαθα αργότερα ήταν ορφανή, κόρη του δρόμου. Πρόσφατα είχαν βρει κάποιους μακρινούς συγγενείς που αναλαμβάνοντας την κηδεμονία της την ξεφορτώθηκαν στέλνοντάς την εσώκλειστη στο κολέγιο όπου φοιτούσα. Δεν ήθελαν και πολλές σχέσεις μαζί της.

Ήταν η μόνη από την παρέα που είχε από πριν σεξουαλικές σχέσεις και πολλά βράδια, αν όχι όλα, μαζευόμασταν γύρο της, γεμάτες περιέργεια και έξαψη ακούγοντας τα διηγήματά της. Μέσα σε όλες μας φώλιαζε λίγη ζήλια γιατί όχι απλά δεν τα είχαμε βιώσει αλλά ούτε καν τα είχαμε φανταστεί... Εμείς δεν γνωρίζαμε ούτε και για τον κόσμο των ναρκωτικών στον οποίο η Νάμα κινούνταν σαν ψάρι στο νερό. Μας διέγειρε συνέχεια την περιέργεια μαγικό παραμύθι των ψευδαισθήσεων ώσπου ένα βράδυ μας έδωσε να καπνίσουμε ένα από τα τσιγάρα που κάνουν το μυαλό σου να ξεφεύγει από τα όρια του λογικού.

Είχα ζαλιστεί, στο μυαλό μου ένοιωθα ότι διαβάζω τις σκέψεις των άλλων και όλες ήταν αρνητικές. Μου φαινόταν ότι όλοι ‘θελαν το κακό μου και συνωμοτούσαν εναντίων μου... Όλα γύρο μου γύριζαν και κατέληξα να κοιμηθώ αγκαλιά με την λεκάνη της τουαλέτας.

Εκείνο το βράδυ τράβηξα, επιτέλους, την προσοχή της αν και δεν ήταν αυτός ο τρόπος που ήθελα να με προσέξει...

Όλη την επόμενη μέρα δεν μ’ άφηνε μόνη ούτε για λεπτό, σαν να φοβόταν κάτι, αλλά δεν μ’ ένοιαζε, σημασία είχε ότι ήταν δίπλα μου, κοντά μου.

Μιλούσαμε για ώρες, στα μαθήματα, στα διαλύματα, παντού... Βρίσκαμε όλο και περισσότερα κοινά μεταξύ μας κι αυτό με χαροποιούσε ιδιαίτερα. Ήθελα τόσο πολύ να είμαι κοντά της... Κάτι με τραβούσε σ’ αυτήν σαν μαγνήτης, κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω.

Μέσα στις επόμενες εβδομάδες γίναμε αχώριστες, μας αποκαλούσαν σιαμαίες γιατί ήμασταν πάντα και παντού μαζί. Μάλιστα είχαμε ζητήσει από τις συγκατοίκους μας να μας αφήσουν μα μείνουμε μαζί. Για μας, πλέον, έπαψαν να υπάρχουν όλοι εκτώ από μας τις δύο...

Μας μπέρδευαν συνέχεια γιατί εκτός από το ότι μοιάζαμε εξωτερικά, φορούσαμε τα ίδια ρούχα και είχαμε αφομοιώσει κινήσεις και λεκτικές εκφράσεις η μία της άλλης. Εκείνη είχε πάψει να φέρεται σαν αγοροκόριτσο του δρόμου κι εγώ δεν ήμουν πλέον το υπεροπτικό, εγωκεντρικό πλουσιοκόριτσο.

......................................................................

Ένα βράδυ που είχαμε για παρέα τις λευκές ράγες πάνω σ’ έναν καθρέφτη και μου περιέγραφε σκηνή συνουσίας, μία από τις τόσες που είχε ζήσει, είχα ανάψει τόσο πολύ που με αντιλήφτηκε. Βλέποντάς με σε τέτοια διέγερση με πλησίασε, με χάιδεψε στο μάγουλο και κατεβαίνοντας από τον λαιμό στο στήθος μου, μου ψιθύρισε ότι έτσι αγγίζει το ανδρικό χέρι.

Με σοκάρισε! Ήθελα να της πω να απομακρυνθεί αλλά μου άρεζε τόσο που δεν μπορούσα να προβάλλω αντίσταση.

Έκλεισα τα μάτια για να αυξήσω την απόλαυση. Άκουσα την φωνή της να μου λέει να χαλαρώσω και να ακουμπήσω την πλάτη μου στο κρεβάτι. Μου υποσχέθηκε ότι αυτό που θα νιώσω δεν θα μπορούσα να το φανταστώ ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.

Με φίλησε στο μάγουλο, στο στόμα, ακούμπησε τα χείλη μου με την γλώσσα της πιέζοντάς να ανοίξουν. Οι γλώσσες μας άρχισαν να χαϊδεύονται ενώ τα χέρια μας ταξίδευαν τις άγνωστες ηπείρους των κορμιών μας.

Η ανάσα της επιταχυνόταν, γινόταν όλο και πιο βαριά. Μου έβγαλε την μπλούζα και με τα πυρακτωμένα της χείλη συνέχυσε το ταξίδι της διασχίζοντας τον λαιμό μου και φτάνοντας στο στήθος μου. Με τυραννούσε φιλώντας με γύρο από το στήθος μου μην αγγίζοντας τις ρόγες μου που έγιναν σαν πέτρα και πονούσαν από την προσμονή. Έκανε αργούς κύκλους με την γλώσσα της κατευθυνόμενη προς το κέντρο και ναι, επιτέλους πήρε την μία ρόγα μου στο στόμα της, άρχισε να την γλύφει και να την πιπιλίζει αλλά όταν με δάγκωσε... Όταν με δάγκωσε νόμιζα ότι θα εκραγώ, ένιωσα να μ’ εγκαταλείπω αυτόν τον άχρηστο κόσμο και να πηγαίνω... Να πηγαίνω; Όχι, να πετάω δίχως να γνωρίζω τον προορισμό...

Έσφιξα τα δύο της στήθη με τόση δύναμη που φώναξε, από πόνο;.. από ηδονή;.. με τα χέρια μου ήθελα να γνωρίσω το κάθε σημείο του ναού όπου κατοικούσε η ψυχή της. Το δέρμα της χάιδευε τα ακροδάχτυλά μου, δεν ξέρω τι απολάμβανε κα πιο, τα χέρια μου αυτήν;.. ή αυτή τα χέρια μου;..

Με άγγιζε σαν να φοβόταν ότι θα γίνω αέρας και θα φύγω από το ερωτικό της αγκάλιασμα, ή έτσι ένιωθα εγώ;

Τα χέρια μας προχωρούσαν όλο και πιο χαμηλά και τα κορμιά μας τεντώνονταν προς αυτά.

Ξαφνικά σταμάτησε μα με φιλάει και να με χαϊδεύει, σήκωσε το ξαναμμένο της πρόσωπο με τις τούφες μαλλιών που είχαν κολλήσει από το ιδρώτα και έβγαλε με βία όσα ρούχα απέμειναν πάνω μου. Χίμηξε ανάμεσα στα πόδια μου με ζωώδη λύσσα και άρχισε να φιλάει, να γλύφει, να ρουφάει και να δαγκώνει το άνθος μου απ’ όπου έτρεχε σαν χείμαρρος το νέκταρ μου.

Έμπηξα τα νύχια μου βαθιά στην σάρκα της. Ένιωθα να χάνονται τα πάντα γύρο μου... δεν ξέρω πόση ώρα τελείωνα αλλά τελείωνα και τελείωνα δίχως σταματημό... Ούρλιαζα δίχως να το καταλαβαίνω.... Πέθαινα και ξαναγεννιόμουν... Όλο μου το κορμί συσπάζοταν σαν να το διαπερνούσαν κύματα ηλεκτρικού ρεύματος...

Όταν η Νάμα ήπιε και τις τελευταίες μου δροσοσταλίδες, ήρθε και ξάπλώσε δίπλα μου παίρνοντάς με αγκαλιά και γεμίζοντας το πρόσωπό φιλιά με τα υγρά της χείλη που ακόμα κρατούσαν την ευωδιά του οργασμού μου.

Αυτό το πρωινό, όπως και όλα τα επόμενα, μας βρήκε αγκαλιά βυθισμένες τον πιο γλυκό ύπνο.

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, τότε, ότι αυτές οι νύχτες που έζησα με την λατρεμένη μου Νάμα, θα μ΄ επισκέπτονταν κάθε βράδυ στα όνειρά μου σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου, και ότι κάθε πρωί θα ξυπνούσα με δάκρυα...

Την είχα ερωτευτεί σαν τρελή! Είχα ερωτευτεί μία γυναίκα! Ναι, πραγματικά ήμουν και ίσος ακόμα, μετά από τόσα χρόνια είμαι ακόμα ερωτευμένη μαζί της...

Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση και την μυρωδιά του βελούδινου της δέρματος, την μεταξένια της ανάσα και τα χείλη πλασμένα από λάβα...

Ίσος, αν δεχόταν να περνούσα όλη την ζωή μου μαζί της... Ίσος η φαντασία μου να μεγαλοποιεί τα πράγματα και η Νάμα να ήταν μία απλή εμπειρία στην ζωή μου αλλά όσους χιλιάδες εραστές και ερωμένες κι αν άλλαξα, ποτέ δεν έζησα κάτι που να μοιάζει απόμακρα σ’ αυτό που ζούσα με την θεϊκή μου Νάμα...

Το μεγαλύτερο χτύπημα το δέχτηκα όταν η Νάμα έφυγε από την ζωή με μεταφορικό μέσον την ηρωίνη... Ήταν χτύπημα κάτω από τη ζώνη... Με γονάτισε... Με σκότωσε με τον θάνατό της!

Θέλησα και προσπάθησα να την ακολουθήσω πολλές φορές αλλά δεν στάθηκα τόσο γενναία. Βλέπετε η αυτοκτονία είναι η πιο γενναία πράξη για έναν δειλό και η πιο δειλή πράξη για κάποιον γενναίο...

Ο χρόνος απάλυνε τον πόνο μου αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να συμφιλιωθώ με την φυγή της. Για ‘μενα δεν ήταν απλά ερωμένη και φίλη αλλά ήταν τα πάντα... Ήταν όλος ο κόσμος και θα την αγαπώ όσο υπαρχω....

No comments: